μικρόφυτο

μικρόφυτο
το
βοτ. μικροσκοπικός φυτικός οργανισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στον πληθ. μικρόφυτα μαρτυρείται από το 1865 στο περιοδικό Χρνσαλλίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μικροφυτικός — ή, ό [μικρόφυτο] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μικρόφυτο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”